- μιξοβόας
- μιξοβόας, ὁ (Α)ήχος ανάμικτος με βοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγννμι* / μείγνυμι + -βοας (< βοῶ), πρβλ. τηλεβόας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιξοβόαν — μιξοβόᾱν , μιξοβόας mingled with shouts masc acc sg (epic doric aeolic) μιξοβόας mingled with shouts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek